- θνητογενής
- θνητο-γενής, [dialect] Dor. [pref] θνᾱτ-, ές,A of mortal race, S.Ant.835 (anap.), E.HF799(lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θνητογενής — και δωρ. τ. θνατογενής, ές (Α) ο καταγόμενος από θνητό γένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θνητός + γενής (< γένος), πρβλ. θεα γενής, θνησι γενής] … Dictionary of Greek
θνητογενής — of mortal race masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θνητογενεῖς — θνητογενής of mortal race masc/fem acc pl θνητογενής of mortal race masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek
θνατογενοῦς — θνᾱτογενοῦς , θνητογενής of mortal race masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)